Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνοικίζω
συνοίκια
συνοίκισις
συνοικισμός
συνοικιστήρ
συνοικοδομέω
σύνοικος
συνοίκουρος
συνοικτίζω
συνοίομαι
συνολισθάνω
συνόλλυμι
συνολολύζω
σύνολος
συνομαίμων
συνομαλύνω
συνομαρτέω
συνομήθης
συνομῆλιξ
συνομιλέω
συνόμνυμι
View word page
συνολισθάνω
συνολισθάνω or -αίνω fut. -ολισθήσω to slip and fall together, Plut., etc.
ShortDef
slip and fall together
Debugging
Headword:
συνολισθάνω
Headword (normalized):
συνολισθάνω
Headword (normalized/stripped):
συνολισθανω
IDX:
31613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31648
Key:
sunolisqai/nw
Data
{'content': 'συνολισθάνω\n or -αίνω\n fut. -ολισθήσω\n to slip and fall together, Plut., etc.', 'key': 'sunolisqai/nw'}