Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνοικήτωρ
συνοικία
συνοικίζω
συνοίκια
συνοίκισις
συνοικισμός
συνοικιστήρ
συνοικοδομέω
σύνοικος
συνοίκουρος
συνοικτίζω
συνοίομαι
συνολισθάνω
συνόλλυμι
συνολολύζω
σύνολος
συνομαίμων
συνομαλύνω
συνομαρτέω
συνομήθης
συνομῆλιξ
View word page
συνοικτίζω
συνοικτίζω fut. σω to have compassion on, τινά Xen.
ShortDef
to have compassion on
Debugging
Headword:
συνοικτίζω
Headword (normalized):
συνοικτίζω
Headword (normalized/stripped):
συνοικτιζω
IDX:
31611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31646
Key:
sunoikti/zw
Data
{'content': 'συνοικτίζω\n fut. σω\n to have compassion on, τινά Xen.', 'key': 'sunoikti/zw'}