Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνοίκησις
συνοικήτωρ
συνοικία
συνοικίζω
συνοίκια
συνοίκισις
συνοικισμός
συνοικιστήρ
συνοικοδομέω
σύνοικος
συνοίκουρος
συνοικτίζω
συνοίομαι
συνολισθάνω
συνόλλυμι
συνολολύζω
σύνολος
συνομαίμων
συνομαλύνω
συνομαρτέω
συνομήθης
View word page
συνοίκουρος
συνοίκουρος , ον living at home together: c. gen., σ. κακῶν a partner in mischief, Eur.
ShortDef
living at home together
Debugging
Headword:
συνοίκουρος
Headword (normalized):
συνοίκουρος
Headword (normalized/stripped):
συνοικουρος
IDX:
31610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31645
Key:
sunoikouro/s
Data
{'content': 'συνοίκουρος\n , ον\n living at home together: c. gen., σ. κακῶν a partner in mischief, Eur.', 'key': 'sunoikouro/s'}