Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνοίκημα
συνοίκησις
συνοικήτωρ
συνοικία
συνοικίζω
συνοίκια
συνοίκισις
συνοικισμός
συνοικιστήρ
συνοικοδομέω
σύνοικος
συνοίκουρος
συνοικτίζω
συνοίομαι
συνολισθάνω
συνόλλυμι
συνολολύζω
σύνολος
συνομαίμων
συνομαλύνω
συνομαρτέω
View word page
σύνοικος
σύνοικος σύν-οικος, ον, dwelling in the same house with others, c. dat., Aesch.; ξ. εἰσιέναι to enter the house as an inmate, Soph.:—of persons living in the same country, a fellow-inhabitant, denizen, Hdt., Thuc., etc. metaph. associated with, wedded to, used to, of persons, ξ. ἀλλαγᾷ βίου Soph.; κακῷ Plat.:—of things, associated with, σκότῳ λιμὸς ξύνοικος Aesch., etc.

ShortDef

dwelling in the same house with

Debugging

Headword:
σύνοικος
Headword (normalized):
σύνοικος
Headword (normalized/stripped):
συνοικος
IDX:
31609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31644
Key:
su/noikos

Data

{'content': 'σύνοικος\n σύν-οικος, ον,\n dwelling in the same house with others, c. dat., Aesch.; ξ. εἰσιέναι to enter the house as an inmate, Soph.:—of persons living in the same country, a fellow-inhabitant, denizen, Hdt., Thuc., etc.\n metaph. associated with, wedded to, used to, of persons, ξ. ἀλλαγᾷ βίου Soph.; κακῷ Plat.:—of things, associated with, σκότῳ λιμὸς ξύνοικος Aesch., etc.', 'key': 'su/noikos'}