Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνοικέω
συνοίκημα
συνοίκησις
συνοικήτωρ
συνοικία
συνοικίζω
συνοίκια
συνοίκισις
συνοικισμός
συνοικιστήρ
συνοικοδομέω
σύνοικος
συνοίκουρος
συνοικτίζω
συνοίομαι
συνολισθάνω
συνόλλυμι
συνολολύζω
σύνολος
συνομαίμων
συνομαλύνω
View word page
συνοικοδομέω
συνοικοδομέω fut. ήσω to build together, Plut.:— metaph. in Pass. to be edified together, of believers, NTest. Pass. to be built in with other materials, λίθοι ξυνῳκοδομημέναι Thuc.

ShortDef

to build together

Debugging

Headword:
συνοικοδομέω
Headword (normalized):
συνοικοδομέω
Headword (normalized/stripped):
συνοικοδομεω
IDX:
31608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31643
Key:
sunoikodome/w

Data

{'content': 'συνοικοδομέω\n fut. ήσω\n to build together, Plut.:— metaph. in Pass. to be edified together, of believers, NTest.\n Pass. to be built in with other materials, λίθοι ξυνῳκοδομημέναι Thuc.', 'key': 'sunoikodome/w'}