συνοικιστήρ
            
          
          συνοικιστήρ
 συνοικιστήρ, ῆρος, ὁ,
 from συνοικίζω
 a fellow-colonist, Pind.
          {
  "content": "συνοικιστήρ\n συνοικιστήρ, ῆρος, ὁ,\n from συνοικίζω\n a fellow-colonist, Pind.",
  "key": "sunoikisth/r"
}