Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνοικειόω
συνοικέω
συνοίκημα
συνοίκησις
συνοικήτωρ
συνοικία
συνοικίζω
συνοίκια
συνοίκισις
συνοικισμός
συνοικιστήρ
συνοικοδομέω
σύνοικος
συνοίκουρος
συνοικτίζω
συνοίομαι
συνολισθάνω
συνόλλυμι
συνολολύζω
σύνολος
συνομαίμων
View word page
συνοικιστήρ
συνοικιστήρ συνοικιστήρ, ῆρος, ὁ, from συνοικίζω a fellow-colonist, Pind.
ShortDef
a fellow-colonist
Debugging
Headword:
συνοικιστήρ
Headword (normalized):
συνοικιστήρ
Headword (normalized/stripped):
συνοικιστηρ
IDX:
31607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31642
Key:
sunoikisth/r
Data
{'content': 'συνοικιστήρ\n συνοικιστήρ, ῆρος, ὁ,\n from συνοικίζω\n a fellow-colonist, Pind.', 'key': 'sunoikisth/r'}