Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σύνοιδα
συνοικειόω
συνοικέω
συνοίκημα
συνοίκησις
συνοικήτωρ
συνοικία
συνοικίζω
συνοίκια
συνοίκισις
συνοικισμός
συνοικιστήρ
συνοικοδομέω
σύνοικος
συνοίκουρος
συνοικτίζω
συνοίομαι
συνολισθάνω
συνόλλυμι
συνολολύζω
σύνολος
View word page
συνοικισμός
συνοικισμός συνοικισμός, οῦ, ὁ, from συνοικίζω a living together, marriage, Plut. = συνοίκισις, Plut.

ShortDef

a living together, marriage; union into one city state

Debugging

Headword:
συνοικισμός
Headword (normalized):
συνοικισμός
Headword (normalized/stripped):
συνοικισμος
IDX:
31606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31641
Key:
sunoikismo/s

Data

{'content': 'συνοικισμός\n συνοικισμός, οῦ, ὁ,\n from συνοικίζω\n a living together, marriage, Plut.\n = συνοίκισις, Plut.', 'key': 'sunoikismo/s'}