Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σύνοδος2
σύνοιδα
συνοικειόω
συνοικέω
συνοίκημα
συνοίκησις
συνοικήτωρ
συνοικία
συνοικίζω
συνοίκια
συνοίκισις
συνοικισμός
συνοικιστήρ
συνοικοδομέω
σύνοικος
συνοίκουρος
συνοικτίζω
συνοίομαι
συνολισθάνω
συνόλλυμι
συνολολύζω
View word page
συνοίκισις
συνοίκισις συνοίκῐσις, εως, from συνοικίζω union with the capital, Thuc.
ShortDef
union with the capital
Debugging
Headword:
συνοίκισις
Headword (normalized):
συνοίκισις
Headword (normalized/stripped):
συνοικισις
IDX:
31605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31640
Key:
sunoi/kisis
Data
{'content': 'συνοίκισις\n συνοίκῐσις, εως,\n from συνοικίζω\n union with the capital, Thuc.', 'key': 'sunoi/kisis'}