Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνοδοιπορέω
συνοδοιπορία
συνοδοιπόρος
σύνοδος
σύνοδος2
σύνοιδα
συνοικειόω
συνοικέω
συνοίκημα
συνοίκησις
συνοικήτωρ
συνοικία
συνοικίζω
συνοίκια
συνοίκισις
συνοικισμός
συνοικιστήρ
συνοικοδομέω
σύνοικος
συνοίκουρος
συνοικτίζω
View word page
συνοικήτωρ
συνοικήτωρ συνοικήτωρ, ορος, ὁ, a house-fellow, Aesch.
ShortDef
a house-fellow
Debugging
Headword:
συνοικήτωρ
Headword (normalized):
συνοικήτωρ
Headword (normalized/stripped):
συνοικητωρ
IDX:
31601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31636
Key:
sunoikh/twr
Data
{'content': 'συνοικήτωρ\n συνοικήτωρ, ορος, ὁ,\n a house-fellow, Aesch.', 'key': 'sunoikh/twr'}