συνοίκησις
            
          
          συνοίκησις
 συνοίκησις, εως,
 from συνοικέω
 cohabitation, πωλέεσθαι ἐπὶ συνοικήσι (Ionic for -ήσει) , Hdt.
          {
  "content": "συνοίκησις\n συνοίκησις, εως,\n from συνοικέω\n cohabitation, πωλέεσθαι ἐπὶ συνοικήσι (Ionic for -ήσει) , Hdt.",
  "key": "sunoi/khsis"
}