Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνοδίτης
συνοδοιπορέω
συνοδοιπορία
συνοδοιπόρος
σύνοδος
σύνοδος2
σύνοιδα
συνοικειόω
συνοικέω
συνοίκημα
συνοίκησις
συνοικήτωρ
συνοικία
συνοικίζω
συνοίκια
συνοίκισις
συνοικισμός
συνοικιστήρ
συνοικοδομέω
σύνοικος
συνοίκουρος
View word page
συνοίκησις
συνοίκησις συνοίκησις, εως, from συνοικέω cohabitation, πωλέεσθαι ἐπὶ συνοικήσι (Ionic for -ήσει) , Hdt.

ShortDef

cohabitation

Debugging

Headword:
συνοίκησις
Headword (normalized):
συνοίκησις
Headword (normalized/stripped):
συνοικησις
IDX:
31600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31635
Key:
sunoi/khsis

Data

{'content': 'συνοίκησις\n συνοίκησις, εως,\n from συνοικέω\n cohabitation, πωλέεσθαι ἐπὶ συνοικήσι (Ionic for -ήσει) , Hdt.', 'key': 'sunoi/khsis'}