Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνοδία
συνοδίτης
συνοδοιπορέω
συνοδοιπορία
συνοδοιπόρος
σύνοδος
σύνοδος2
σύνοιδα
συνοικειόω
συνοικέω
συνοίκημα
συνοίκησις
συνοικήτωρ
συνοικία
συνοικίζω
συνοίκια
συνοίκισις
συνοικισμός
συνοικιστήρ
συνοικοδομέω
σύνοικος
View word page
συνοίκημα
συνοίκημα from συνοικέω συνοίκημα, ατος, τό, from συνοικέω that with which one lives, a housefellow, Hdt.

ShortDef

that with which one lives, a housefellow

Debugging

Headword:
συνοίκημα
Headword (normalized):
συνοίκημα
Headword (normalized/stripped):
συνοικημα
IDX:
31599
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31634
Key:
sunoi/khma

Data

{'content': 'συνοίκημα\n from συνοικέω\n συνοίκημα, ατος, τό,\n from συνοικέω\n that with which one lives, a housefellow, Hdt.', 'key': 'sunoi/khma'}