Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συννυμφοκόμος
συνοδεύω
συνοδία
συνοδίτης
συνοδοιπορέω
συνοδοιπορία
συνοδοιπόρος
σύνοδος
σύνοδος2
σύνοιδα
συνοικειόω
συνοικέω
συνοίκημα
συνοίκησις
συνοικήτωρ
συνοικία
συνοικίζω
συνοίκια
συνοίκισις
συνοικισμός
συνοικιστήρ
View word page
συνοικειόω
συνοικειόω fut. ώσω to bind together as friends or kinsmen, to associate or combine with, τινά τινι Plut., etc.: Pass. to be closely united, Arist.
ShortDef
to bind together as friends
Debugging
Headword:
συνοικειόω
Headword (normalized):
συνοικειόω
Headword (normalized/stripped):
συνοικειοω
IDX:
31597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31632
Key:
sunoikeio/w
Data
{'content': 'συνοικειόω\n fut. ώσω\n to bind together as friends or kinsmen, to associate or combine with, τινά τινι Plut., etc.: Pass. to be closely united, Arist.', 'key': 'sunoikeio/w'}