Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συννοσέω
συννυμφοκόμος
συνοδεύω
συνοδία
συνοδίτης
συνοδοιπορέω
συνοδοιπορία
συνοδοιπόρος
σύνοδος
σύνοδος2
σύνοιδα
συνοικειόω
συνοικέω
συνοίκημα
συνοίκησις
συνοικήτωρ
συνοικία
συνοικίζω
συνοίκια
συνοίκισις
συνοικισμός
View word page
σύνοιδα
σύνοιδα perf. with pres. sense, there being no pres. συνείδω 1st pl. ξύνισμεν 3rd pl. -ίσᾱσι imperat. ξύνισθι inf. -ειδέναι plup. with imperf. sense, συνῄδειν Attic -ῄδη dual -ῄστην pl. -ῇσμεν, -ῇστε, -ῇσαν Ionic 2nd pl. -ῃδέατε fut. συνείσομαι rarely συνειδήσω to share in knowledge, be cognisant of a thing, be privy to it, Lat. conscius esse, Hdt., Attic ἑαυτῷ συνειδέναι τι to be conscious of a thing, Ar., Plat., etc.:—with part., which may be in nom., ξ. ἐμαυτῷ οὐδʼ ὁτιοῦν σοφὸς ὤν Plat.; without the reflex. Pron. to be conscious that, ξύνοισθά γʼ εἰς ἔμʼ οὐκ εὔορκος ὤν Eur. in dat., ξ. ἐμαυτῷ οὐδὲν ἐπισταμένῳ I am conscious that I know nothing, Plat. in acc., ξύνοιδʼ Ὀρέστην σε ἐκπαγλουμένην I know well that thou admirest him, Aesch. absol. ξυνειδώς, an accomplice, ξ. τις Thuc.; also, ὁ ξ. τινι Thuc. neut. τὸ συνειδός συνείδησις, joint knowledge, consciousness, Dem.

ShortDef

to share in knowledge, be cognisant of

Debugging

Headword:
σύνοιδα
Headword (normalized):
σύνοιδα
Headword (normalized/stripped):
συνοιδα
IDX:
31596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31631
Key:
su/noida

Data

{'content': 'σύνοιδα\n perf. with pres. sense, there being no pres. συνείδω\n 1st pl. ξύνισμεν\n 3rd pl. -ίσᾱσι\n imperat. ξύνισθι\n inf. -ειδέναι\n plup. with imperf. sense, συνῄδειν\n Attic -ῄδη\n dual -ῄστην\n pl. -ῇσμεν, -ῇστε, -ῇσαν\n Ionic 2nd pl. -ῃδέατε\n fut. συνείσομαι\n rarely συνειδήσω\n to share in knowledge, be cognisant of a thing, be privy to it, Lat. conscius esse, Hdt., Attic\n ἑαυτῷ συνειδέναι τι to be conscious of a thing, Ar., Plat., etc.:—with part., which may be\n in nom., ξ. ἐμαυτῷ οὐδʼ ὁτιοῦν σοφὸς ὤν Plat.; without the reflex. Pron. to be conscious that, ξύνοισθά γʼ εἰς ἔμʼ οὐκ εὔορκος ὤν Eur.\n in dat., ξ. ἐμαυτῷ οὐδὲν ἐπισταμένῳ I am conscious that I know nothing, Plat.\n in acc., ξύνοιδʼ Ὀρέστην σε ἐκπαγλουμένην I know well that thou admirest him, Aesch.\n absol. ξυνειδώς, an accomplice, ξ. τις Thuc.; also, ὁ ξ. τινι Thuc.\n neut. τὸ συνειδός συνείδησις, joint knowledge, consciousness, Dem.', 'key': 'su/noida'}