Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σύννομος
σύννοος
συννοσέω
συννυμφοκόμος
συνοδεύω
συνοδία
συνοδίτης
συνοδοιπορέω
συνοδοιπορία
συνοδοιπόρος
σύνοδος
σύνοδος2
σύνοιδα
συνοικειόω
συνοικέω
συνοίκημα
συνοίκησις
συνοικήτωρ
συνοικία
συνοικίζω
συνοίκια
View word page
σύνοδος
σύνοδος σύν-οδος, ὁ, ἡ, = συνοδοιπόρος, Anth.
ShortDef
fellow-traveller
an assembly, meeting
Debugging
Headword:
σύνοδος
Headword (normalized):
σύνοδος
Headword (normalized/stripped):
συνοδος
IDX:
31594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31629
Key:
su/nodos1
Data
{'content': 'σύνοδος\n σύν-οδος, ὁ, ἡ,\n = συνοδοιπόρος, Anth.', 'key': 'su/nodos1'}