συνοδοιπορία
            
          
          συνοδοιπορία
 συνοδοιπορία, ἡ,
 a travelling together, Babr.
 from συνοδοιπόρος
          {
  "content": "συνοδοιπορία\n συνοδοιπορία, ἡ,\n a travelling together, Babr.\n from συνοδοιπόρος",
  "key": "sunodoipori/a"
}