Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συννικάω
συννοέω
σύννοια
σύννομος
σύννοος
συννοσέω
συννυμφοκόμος
συνοδεύω
συνοδία
συνοδίτης
συνοδοιπορέω
συνοδοιπορία
συνοδοιπόρος
σύνοδος
σύνοδος2
σύνοιδα
συνοικειόω
συνοικέω
συνοίκημα
συνοίκησις
συνοικήτωρ
View word page
συνοδοιπορέω
συνοδοιπορέω fut. ήσω from συνοδοίπορος to travel together, τινί with one, Luc.

ShortDef

to travel together

Debugging

Headword:
συνοδοιπορέω
Headword (normalized):
συνοδοιπορέω
Headword (normalized/stripped):
συνοδοιπορεω
IDX:
31591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31626
Key:
sunodoipore/w

Data

{'content': 'συνοδοιπορέω\n fut. ήσω\n from συνοδοίπορος\n to travel together, τινί with one, Luc.', 'key': 'sunodoipore/w'}