Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συννέω
συννήχομαι
συννικάω
συννοέω
σύννοια
σύννομος
σύννοος
συννοσέω
συννυμφοκόμος
συνοδεύω
συνοδία
συνοδίτης
συνοδοιπορέω
συνοδοιπορία
συνοδοιπόρος
σύνοδος
σύνοδος2
σύνοιδα
συνοικειόω
συνοικέω
συνοίκημα
View word page
συνοδία
συνοδία συνοδία, ἡ, a journey in company, Cic. a party of travellers, caravan, Strab., NTest.
ShortDef
a journey in company
Debugging
Headword:
συνοδία
Headword (normalized):
συνοδία
Headword (normalized/stripped):
συνοδια
IDX:
31589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31624
Key:
sunodi/a
Data
{'content': 'συνοδία\n συνοδία, ἡ,\n a journey in company, Cic.\n a party of travellers, caravan, Strab., NTest.', 'key': 'sunodi/a'}