Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνισχυρίζω
συνίσχω
συνναίω
συννάσσω
συνναυβάτης
συνναυμαχέω
συνναύτης
συννέμω
συννεύω
συννέφελος
συννέφω
συννεφής
συννέω
συννέω
συννήχομαι
συννικάω
συννοέω
σύννοια
σύννομος
σύννοος
συννοσέω
View word page
συννέφω
συννέφω perf. -νένοφα to collect clouds, Ar.:—impers. συννέφει it is cloudy (cf. ὕει) , Arist. metaph. of persons, συννέφουσα ὄμματα wearing a clouded look, Eur. from συννεφής[older edd. print -έω forms, see LSJ]

ShortDef

collect clouds

Debugging

Headword:
συννέφω
Headword (normalized):
συννέφω
Headword (normalized/stripped):
συννεφω
IDX:
31576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31611
Key:
sunnefe/w

Data

{'content': 'συννέφω\n perf. -νένοφα\n to collect clouds, Ar.:—impers. συννέφει it is cloudy (cf. ὕει) , Arist.\n metaph. of persons, συννέφουσα ὄμματα wearing a clouded look, Eur.\n from συννεφής[older edd. print -έω forms, see LSJ]', 'key': 'sunnefe/w'}