Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνίζω
συνίημι
συνικνέομαι
συνίππαρχος
συνιππεύς
συνιστάω
συνίστημι
συνίστωρ
συνισχναίνω
συνισχυρίζω
συνίσχω
συνναίω
συννάσσω
συνναυβάτης
συνναυμαχέω
συνναύτης
συννέμω
συννεύω
συννέφελος
συννέφω
συννεφής
View word page
συνίσχω
συνίσχω = συνέχω:—Pass. to be afflicted, Plat.
ShortDef
to be afflicted
Debugging
Headword:
συνίσχω
Headword (normalized):
συνίσχω
Headword (normalized/stripped):
συνισχω
IDX:
31567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31602
Key:
suni/sxw
Data
{'content': 'συνίσχω\n = συνέχω:—Pass.\n to be afflicted, Plat.', 'key': 'suni/sxw'}