Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνιζάνω
συνίζησις
συνίζω
συνίημι
συνικνέομαι
συνίππαρχος
συνιππεύς
συνιστάω
συνίστημι
συνίστωρ
συνισχναίνω
συνισχυρίζω
συνίσχω
συνναίω
συννάσσω
συνναυβάτης
συνναυμαχέω
συνναύτης
συννέμω
συννεύω
συννέφελος
View word page
συνισχναίνω
συνισχναίνω fut. ανῶ to help to dry up:—metaph. to join with in reducing, Eur.

ShortDef

to help to dry up

Debugging

Headword:
συνισχναίνω
Headword (normalized):
συνισχναίνω
Headword (normalized/stripped):
συνισχναινω
IDX:
31565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31600
Key:
sunisxnai/nw

Data

{'content': 'συνισχναίνω\n fut. ανῶ\n to help to dry up:—metaph. to join with in reducing, Eur.', 'key': 'sunisxnai/nw'}