Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνιερεύς
συνιζάνω
συνίζησις
συνίζω
συνίημι
συνικνέομαι
συνίππαρχος
συνιππεύς
συνιστάω
συνίστημι
συνίστωρ
συνισχναίνω
συνισχυρίζω
συνίσχω
συνναίω
συννάσσω
συνναυβάτης
συνναυμαχέω
συνναύτης
συννέμω
συννεύω
View word page
συνίστωρ
συνίστωρ συν-ίστωρ, ορος, ὁ, ἡ, knowing along with another, conscious, ὡς θεοὶ ξυνίστορες as the gods are witnesses, Soph., etc. c. acc. (with the verbal constr.), πολλὰ συνίστορα κακά conscious of many evils, Aesch.

ShortDef

knowing along with

Debugging

Headword:
συνίστωρ
Headword (normalized):
συνίστωρ
Headword (normalized/stripped):
συνιστωρ
IDX:
31564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31599
Key:
suni/stwr

Data

{'content': 'συνίστωρ\n συν-ίστωρ, ορος, ὁ, ἡ,\n knowing along with another, conscious, ὡς θεοὶ ξυνίστορες as the gods are witnesses, Soph., etc.\n c. acc. (with the verbal constr.), πολλὰ συνίστορα κακά conscious of many evils, Aesch.', 'key': 'suni/stwr'}