Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνθριαμβεύω
σύνθρονος
σύνθροος
συνθρύπτω
συνθύω
συνιερεύς
συνιζάνω
συνίζησις
συνίζω
συνίημι
συνικνέομαι
συνίππαρχος
συνιππεύς
συνιστάω
συνίστημι
συνίστωρ
συνισχναίνω
συνισχυρίζω
συνίσχω
συνναίω
συννάσσω
View word page
συνικνέομαι
συνικνέομαι fut. -ίξομαι aor2 -ῑκόμην to pertain to, interest, Arist.

ShortDef

to pertain to, interest

Debugging

Headword:
συνικνέομαι
Headword (normalized):
συνικνέομαι
Headword (normalized/stripped):
συνικνεομαι
IDX:
31559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31594
Key:
sunikne/omai

Data

{'content': 'συνικνέομαι\n fut. -ίξομαι\n aor2 -ῑκόμην\n to pertain to, interest, Arist.', 'key': 'sunikne/omai'}