Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνθραύω
σύνθρηνος
συνθριαμβεύω
σύνθρονος
σύνθροος
συνθρύπτω
συνθύω
συνιερεύς
συνιζάνω
συνίζησις
συνίζω
συνίημι
συνικνέομαι
συνίππαρχος
συνιππεύς
συνιστάω
συνίστημι
συνίστωρ
συνισχναίνω
συνισχυρίζω
συνίσχω
View word page
συνίζω
συνίζω fut. -ιζήσω to sit together, to hold a sitting, Hdt.

ShortDef

to sit together, to hold a sitting; to collapse

Debugging

Headword:
συνίζω
Headword (normalized):
συνίζω
Headword (normalized/stripped):
συνιζω
IDX:
31557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31592
Key:
suni/zw

Data

{'content': 'συνίζω\n fut. -ιζήσω\n to sit together, to hold a sitting, Hdt.', 'key': 'suni/zw'}