Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνθνῄσκω
συνθοινάτωρ
συνθρανόομαι
συνθραύω
σύνθρηνος
συνθριαμβεύω
σύνθρονος
σύνθροος
συνθρύπτω
συνθύω
συνιερεύς
συνιζάνω
συνίζησις
συνίζω
συνίημι
συνικνέομαι
συνίππαρχος
συνιππεύς
συνιστάω
συνίστημι
συνίστωρ
View word page
συνιερεύς
συνιερεύς συν-ιερεύς, έως, ὁ, a fellow-priest, Plut.

ShortDef

a fellow-priest

Debugging

Headword:
συνιερεύς
Headword (normalized):
συνιερεύς
Headword (normalized/stripped):
συνιερευς
IDX:
31554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31589
Key:
suniereu/s

Data

{'content': 'συνιερεύς\n συν-ιερεύς, έως, ὁ,\n a fellow-priest, Plut.', 'key': 'suniereu/s'}