Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνθλάω
συνθλίβω
συνθνῄσκω
συνθοινάτωρ
συνθρανόομαι
συνθραύω
σύνθρηνος
συνθριαμβεύω
σύνθρονος
σύνθροος
συνθρύπτω
συνθύω
συνιερεύς
συνιζάνω
συνίζησις
συνίζω
συνίημι
συνικνέομαι
συνίππαρχος
συνιππεύς
συνιστάω
View word page
συνθρύπτω
συνθρύπτω fut. ψω to break in pieces: to crush, NTest.

ShortDef

to break in pieces: to crush

Debugging

Headword:
συνθρύπτω
Headword (normalized):
συνθρύπτω
Headword (normalized/stripped):
συνθρυπτω
IDX:
31552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31587
Key:
sunqru/ptw

Data

{'content': 'συνθρύπτω\n fut. ψω\n to break in pieces: to crush, NTest.', 'key': 'sunqru/ptw'}