Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνθηρευτής
συνθηρεύω
σύνθηρος
συνθιασώτης
συνθλάω
συνθλίβω
συνθνῄσκω
συνθοινάτωρ
συνθρανόομαι
συνθραύω
σύνθρηνος
συνθριαμβεύω
σύνθρονος
σύνθροος
συνθρύπτω
συνθύω
συνιερεύς
συνιζάνω
συνίζησις
συνίζω
συνίημι
View word page
σύνθρηνος
σύνθρηνος σύν-θρηνος, ον, mourning with, τινι Anth.: a partner in mourning, Arist.
ShortDef
mourning with
Debugging
Headword:
σύνθρηνος
Headword (normalized):
σύνθρηνος
Headword (normalized/stripped):
συνθρηνος
IDX:
31548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31583
Key:
su/nqrhnos
Data
{'content': 'σύνθρηνος\n σύν-θρηνος, ον,\n mourning with, τινι Anth.: a partner in mourning, Arist.', 'key': 'su/nqrhnos'}