Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνθηρατής
συνθηράω
συνθηρευτής
συνθηρεύω
σύνθηρος
συνθιασώτης
συνθλάω
συνθλίβω
συνθνῄσκω
συνθοινάτωρ
συνθρανόομαι
συνθραύω
σύνθρηνος
συνθριαμβεύω
σύνθρονος
σύνθροος
συνθρύπτω
συνθύω
συνιερεύς
συνιζάνω
συνίζησις
View word page
συνθρανόομαι
συνθρανόομαι Pass. to be broken in pieces, shivered, Eur. deriv. uncertain

ShortDef

to be broken in pieces, shivered

Debugging

Headword:
συνθρανόομαι
Headword (normalized):
συνθρανόομαι
Headword (normalized/stripped):
συνθρανοομαι
IDX:
31546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31581
Key:
sunqrano/omai

Data

{'content': 'συνθρανόομαι\n Pass. to be broken in pieces, shivered, Eur.\n deriv. uncertain', 'key': 'sunqrano/omai'}