Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνθήκη
σύνθημα
συνθηρατής
συνθηράω
συνθηρευτής
συνθηρεύω
σύνθηρος
συνθιασώτης
συνθλάω
συνθλίβω
συνθνῄσκω
συνθοινάτωρ
συνθρανόομαι
συνθραύω
σύνθρηνος
συνθριαμβεύω
σύνθρονος
σύνθροος
συνθρύπτω
συνθύω
συνιερεύς
View word page
συνθνῄσκω
συνθνῄσκω fut. -θανοῦμαι to die with or together, Aesch., Soph., etc.; c. dat., θανόντι συνθανεῖν Soph.:—of things, συνθνήσκουσα σποδός embers expiring with (the flames), Aesch.; ἡ γὰρ εὐσέβεια σ. βροτοῖς accompanies them even in death, Soph.

ShortDef

to die with

Debugging

Headword:
συνθνῄσκω
Headword (normalized):
συνθνῄσκω
Headword (normalized/stripped):
συνθνησκω
IDX:
31544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31579
Key:
sunqnh/skw

Data

{'content': 'συνθνῄσκω\n fut. -θανοῦμαι\n to die with or together, Aesch., Soph., etc.; c. dat., θανόντι συνθανεῖν Soph.:—of things, συνθνήσκουσα σποδός embers expiring with (the flames), Aesch.; ἡ γὰρ εὐσέβεια σ. βροτοῖς accompanies them even in death, Soph.', 'key': 'sunqnh/skw'}