Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνθερίζω
συνθεσία
σύνθεσις
συνθετέος
συνθετικός
σύνθετος
συνθέω
συνθεωρέω
συνθήκη
σύνθημα
συνθηρατής
συνθηράω
συνθηρευτής
συνθηρεύω
σύνθηρος
συνθιασώτης
συνθλάω
συνθλίβω
συνθνῄσκω
συνθοινάτωρ
συνθρανόομαι
View word page
συνθηρατής
συνθηρατής συνθηρᾱτής, οῦ, ὁ, one who joins in quest of, τινός Xen. from συνθηράω
ShortDef
one who joins in quest of
Debugging
Headword:
συνθηρατής
Headword (normalized):
συνθηρατής
Headword (normalized/stripped):
συνθηρατης
IDX:
31536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31571
Key:
sunqhrath/s
Data
{'content': 'συνθηρατής\n συνθηρᾱτής, οῦ, ὁ,\n one who joins in quest of, τινός Xen.\n from συνθηράω', 'key': 'sunqhrath/s'}