Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀντιάζω
ἀντιάνειρα
ἀντιάω
ἀντιβαίνω
ἀντιβάλλω
ἀντίβασις
ἀντιβατικός
ἀντιβιάζομαι
ἀντιβίην
ἀντίβιος
ἀντιβλεπτέος
ἀντιβλέπω
ἀντίβλεψις
ἀντιβοάω
ἀντιβοηθέω
ἀντιβολέω
ἀντιβολία
ἀντιβροντάω
ἀντιγέγωνα
ἀντιγενεηλογέω
ἀντιγνωμονέω
View word page
ἀντιβλεπτέος
ἀντιβλεπτέος from ἀντιβλέπω verb. adj. of ἀντιβλέπω one must look in the face, Luc.
ShortDef
one must look in the face
Debugging
Headword:
ἀντιβλεπτέος
Headword (normalized):
ἀντιβλεπτέος
Headword (normalized/stripped):
αντιβλεπτεος
IDX:
3156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3157
Key:
a)ntiblepte/os
Data
{'content': 'ἀντιβλεπτέος\n from ἀντιβλέπω\n verb. adj. of ἀντιβλέπω\n one must look in the face, Luc.', 'key': 'a)ntiblepte/os'}