Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνθεάομαι
συνθεατής
συνθερίζω
συνθεσία
σύνθεσις
συνθετέος
συνθετικός
σύνθετος
συνθέω
συνθεωρέω
συνθήκη
σύνθημα
συνθηρατής
συνθηράω
συνθηρευτής
συνθηρεύω
σύνθηρος
συνθιασώτης
συνθλάω
συνθλίβω
συνθνῄσκω
View word page
συνθήκη
συνθήκη συνθήκη, ἡ, συντίθημι a composition, of words and sentences, Luc. a conventional agreement, convention, compact, Plat., Arist.; ἐκ συνθήκης, ex composito, by agreement, Plat.; κατὰ συνθήκην conventionally, Arist. the article of a compact or treaty, Thuc.:—mostly in pl. the articles of agreement, and collectively, a contract, compact, covenant, treaty, Hdt., Attic; συνθήκας ποιέεσθαί τινι Hdt., Ar.; ἐκ τῶν συνθηκῶν according to the covenant, Isocr.; κατὰ τὰς σ. Thuc.

ShortDef

a composition; convention, pl. treaty

Debugging

Headword:
συνθήκη
Headword (normalized):
συνθήκη
Headword (normalized/stripped):
συνθηκη
IDX:
31534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31569
Key:
sunqh/kh

Data

{'content': 'συνθήκη\n συνθήκη, ἡ,\n συντίθημι\n a composition, of words and sentences, Luc.\n a conventional agreement, convention, compact, Plat., Arist.; ἐκ συνθήκης, ex composito, by agreement, Plat.; κατὰ συνθήκην conventionally, Arist.\n the article of a compact or treaty, Thuc.:—mostly in pl. the articles of agreement, and collectively, a contract, compact, covenant, treaty, Hdt., Attic; συνθήκας ποιέεσθαί τινι Hdt., Ar.; ἐκ τῶν συνθηκῶν according to the covenant, Isocr.; κατὰ τὰς σ. Thuc.', 'key': 'sunqh/kh'}