Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνθάπτω
συνθεάομαι
συνθεατής
συνθερίζω
συνθεσία
σύνθεσις
συνθετέος
συνθετικός
σύνθετος
συνθέω
συνθεωρέω
συνθήκη
σύνθημα
συνθηρατής
συνθηράω
συνθηρευτής
συνθηρεύω
σύνθηρος
συνθιασώτης
συνθλάω
συνθλίβω
View word page
συνθεωρέω
συνθεωρέω fut. ήσω to act as θεωρός or go to a festival together, Lys.; τινί with one, Ar.

ShortDef

contemplate or observe at the same time; serve as θεωρός together

Debugging

Headword:
συνθεωρέω
Headword (normalized):
συνθεωρέω
Headword (normalized/stripped):
συνθεωρεω
IDX:
31533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31568
Key:
sunqewre/w

Data

{'content': 'συνθεωρέω\n fut. ήσω\n to act as θεωρός or go to a festival together, Lys.; τινί with one, Ar.', 'key': 'sunqewre/w'}