Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σύνθακος
συνθάλπω
συνθάπτω
συνθεάομαι
συνθεατής
συνθερίζω
συνθεσία
σύνθεσις
συνθετέος
συνθετικός
σύνθετος
συνθέω
συνθεωρέω
συνθήκη
σύνθημα
συνθηρατής
συνθηράω
συνθηρευτής
συνθηρεύω
σύνθηρος
συνθιασώτης
View word page
σύνθετος
σύνθετος σύν-θετος, ον, put together, composite, compound, Plat., Xen.: complex, Arist. put together, fictitious, Aesch. metaph. agreed upon, ἐκ συνθέτου by agreement, Lat. ex composito, Hdt.
ShortDef
put together, composite, compound
Debugging
Headword:
σύνθετος
Headword (normalized):
σύνθετος
Headword (normalized/stripped):
συνθετος
IDX:
31531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31566
Key:
su/nqetos
Data
{'content': 'σύνθετος\n σύν-θετος, ον,\n put together, composite, compound, Plat., Xen.: complex, Arist.\n put together, fictitious, Aesch.\n metaph. agreed upon, ἐκ συνθέτου by agreement, Lat. ex composito, Hdt.', 'key': 'su/nqetos'}