Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνθακέω
σύνθακος
συνθάλπω
συνθάπτω
συνθεάομαι
συνθεατής
συνθερίζω
συνθεσία
σύνθεσις
συνθετέος
συνθετικός
σύνθετος
συνθέω
συνθεωρέω
συνθήκη
σύνθημα
συνθηρατής
συνθηράω
συνθηρευτής
συνθηρεύω
σύνθηρος
View word page
συνθετικός
συνθετικός συνθετικός, ή, όν συντίθημι skilled in putting together, constructive, Plat., Luc.
ShortDef
skilled in putting together, constructive
Debugging
Headword:
συνθετικός
Headword (normalized):
συνθετικός
Headword (normalized/stripped):
συνθετικος
IDX:
31530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31565
Key:
sunqetiko/s
Data
{'content': 'συνθετικός\n συνθετικός, ή, όν\n συντίθημι\n skilled in putting together, constructive, Plat., Luc.', 'key': 'sunqetiko/s'}