Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνηχέω
συνθακέω
σύνθακος
συνθάλπω
συνθάπτω
συνθεάομαι
συνθεατής
συνθερίζω
συνθεσία
σύνθεσις
συνθετέος
συνθετικός
σύνθετος
συνθέω
συνθεωρέω
συνθήκη
σύνθημα
συνθηρατής
συνθηράω
συνθηρευτής
συνθηρεύω
View word page
συνθετέος
συνθετέος συνθετέος, ον, verb. adj. one must compound, Plat.

ShortDef

one must compound

Debugging

Headword:
συνθετέος
Headword (normalized):
συνθετέος
Headword (normalized/stripped):
συνθετεος
IDX:
31529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31564
Key:
sunqete/os

Data

{'content': 'συνθετέος\n συνθετέος, ον,\n verb. adj.\n one must compound, Plat.', 'key': 'sunqete/os'}