Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνημερεύω
συνημοσύνη
συνήμων
συνήορος
συνηρετέω
συνηρεφής
συνησσάομαι
συνηχέω
συνθακέω
σύνθακος
συνθάλπω
συνθάπτω
συνθεάομαι
συνθεατής
συνθερίζω
συνθεσία
σύνθεσις
συνθετέος
συνθετικός
σύνθετος
συνθέω
View word page
συνθάλπω
συνθάλπω fut. ψω to warm together:—metaph. to warm or soothe by flattery besides, Aesch.

ShortDef

to warm together

Debugging

Headword:
συνθάλπω
Headword (normalized):
συνθάλπω
Headword (normalized/stripped):
συνθαλπω
IDX:
31522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31557
Key:
sunqa/lpw

Data

{'content': 'συνθάλπω\n fut. ψω\n to warm together:—metaph. to warm or soothe by flattery besides, Aesch.', 'key': 'sunqa/lpw'}