Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνηλυσίη
συνημερευτής
συνημερεύω
συνημοσύνη
συνήμων
συνήορος
συνηρετέω
συνηρεφής
συνησσάομαι
συνηχέω
συνθακέω
σύνθακος
συνθάλπω
συνθάπτω
συνθεάομαι
συνθεατής
συνθερίζω
συνθεσία
σύνθεσις
συνθετέος
συνθετικός
View word page
συνθακέω
συνθακέω fut. ήσω to sit with, σ. νυκτί to take counsel with the night, Eur. from σύνθᾱκος

ShortDef

to sit with

Debugging

Headword:
συνθακέω
Headword (normalized):
συνθακέω
Headword (normalized/stripped):
συνθακεω
IDX:
31520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31555
Key:
sunqake/w

Data

{'content': 'συνθακέω\n fut. ήσω\n to sit with, σ. νυκτί to take counsel with the night, Eur.\n from σύνθᾱκος', 'key': 'sunqake/w'}