Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνῆλιξ
συνηλυσίη
συνημερευτής
συνημερεύω
συνημοσύνη
συνήμων
συνήορος
συνηρετέω
συνηρεφής
συνησσάομαι
συνηχέω
συνθακέω
σύνθακος
συνθάλπω
συνθάπτω
συνθεάομαι
συνθεατής
συνθερίζω
συνθεσία
σύνθεσις
συνθετέος
View word page
συνηχέω
συνηχέω fut. ήσω to sound together or in unison, Plut. to ring with, echo to, c. dat., Theophr.

ShortDef

to sound together

Debugging

Headword:
συνηχέω
Headword (normalized):
συνηχέω
Headword (normalized/stripped):
συνηχεω
IDX:
31519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31554
Key:
sunhxe/w

Data

{'content': 'συνηχέω\n fut. ήσω\n to sound together or in unison, Plut.\n to ring with, echo to, c. dat., Theophr.', 'key': 'sunhxe/w'}