Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνήκω
συνῆλιξ
συνηλυσίη
συνημερευτής
συνημερεύω
συνημοσύνη
συνήμων
συνήορος
συνηρετέω
συνηρεφής
συνησσάομαι
συνηχέω
συνθακέω
σύνθακος
συνθάλπω
συνθάπτω
συνθεάομαι
συνθεατής
συνθερίζω
συνθεσία
σύνθεσις
View word page
συνησσάομαι
συνησσάομαι Attic -ττάομαι Pass. to be conquered together, Xen.

ShortDef

to be conquered together

Debugging

Headword:
συνησσάομαι
Headword (normalized):
συνησσάομαι
Headword (normalized/stripped):
συνησσαομαι
IDX:
31518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31553
Key:
sunhssa/omai

Data

{'content': 'συνησσάομαι\n Attic -ττάομαι\n Pass. to be conquered together, Xen.', 'key': 'sunhssa/omai'}