Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνηδύνω
συνήθεια
συνήθης
συνήκω
συνῆλιξ
συνηλυσίη
συνημερευτής
συνημερεύω
συνημοσύνη
συνήμων
συνήορος
συνηρετέω
συνηρεφής
συνησσάομαι
συνηχέω
συνθακέω
σύνθακος
συνθάλπω
συνθάπτω
συνθεάομαι
συνθεατής
View word page
συνήορος
συνήορος συνήορος, Doric and Attic συνάορος, ον, συναείρω linked with, accompanying, c. dat., Od., Pind. absol. joined in wedlock, and as Subst. a consort, Eur.

ShortDef

linked with, accompanying; spouse

Debugging

Headword:
συνήορος
Headword (normalized):
συνήορος
Headword (normalized/stripped):
συνηορος
IDX:
31515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31550
Key:
sunh/oros

Data

{'content': 'συνήορος\n συνήορος, Doric and Attic συνάορος, ον,\n \n συναείρω\n linked with, accompanying, c. dat., Od., Pind.\n absol. joined in wedlock, and as Subst. a consort, Eur.', 'key': 'sunh/oros'}