Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνήγορος
συνήδομαι
συνηδύνω
συνήθεια
συνήθης
συνήκω
συνῆλιξ
συνηλυσίη
συνημερευτής
συνημερεύω
συνημοσύνη
συνήμων
συνήορος
συνηρετέω
συνηρεφής
συνησσάομαι
συνηχέω
συνθακέω
σύνθακος
συνθάλπω
συνθάπτω
View word page
συνημοσύνη
συνημοσύνη συνημοσύνη, ἡ, used in pl., like συνθῆκαι, agreements, covenants, solemn promises, Il. from συνήμων

ShortDef

agreements, covenants, solemn promises

Debugging

Headword:
συνημοσύνη
Headword (normalized):
συνημοσύνη
Headword (normalized/stripped):
συνημοσυνη
IDX:
31513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31548
Key:
sunhmosu/nh

Data

{'content': 'συνημοσύνη\n συνημοσύνη, ἡ,\n used in pl., like συνθῆκαι, agreements, covenants, solemn promises, Il.\n from συνήμων', 'key': 'sunhmosu/nh'}