συνηγορικός
συνηγορικός, ή, όν
from συνηγορέω
of or for a συνήγορος:—τὸ συνηγορικόν the advocateʼs fee, being a drachma per diem paid to the public συνήγοροι, Ar.
{'content': 'συνηγορικός\n συνηγορικός, ή, όν\n from συνηγορέω\n of or for a συνήγορος:—τὸ συνηγορικόν the advocateʼs fee, being a drachma per diem paid to the public συνήγοροι, Ar.', 'key': 'sunhgoriko/s'}