Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνέφηβος
συνεφίστημι
συνέχεια
συνεχής
συνεχθαίρω
συνέχω
συνηβολέω
σύνηβος
συνηγορέω
συνηγορία
συνηγορικός
συνήγορος
συνήδομαι
συνηδύνω
συνήθεια
συνήθης
συνήκω
συνῆλιξ
συνηλυσίη
συνημερευτής
συνημερεύω
View word page
συνηγορικός
συνηγορικός συνηγορικός, ή, όν from συνηγορέω of or for a συνήγορος:—τὸ συνηγορικόν the advocateʼs fee, being a drachma per diem paid to the public συνήγοροι, Ar.

ShortDef

of or for a συνήγορος, advocate

Debugging

Headword:
συνηγορικός
Headword (normalized):
συνηγορικός
Headword (normalized/stripped):
συνηγορικος
IDX:
31502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31537
Key:
sunhgoriko/s

Data

{'content': 'συνηγορικός\n συνηγορικός, ή, όν\n from συνηγορέω\n of or for a συνήγορος:—τὸ συνηγορικόν the advocateʼs fee, being a drachma per diem paid to the public συνήγοροι, Ar.', 'key': 'sunhgoriko/s'}