Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνεφέλκω
συνεφέπομαι
συνέφηβος
συνεφίστημι
συνέχεια
συνεχής
συνεχθαίρω
συνέχω
συνηβολέω
σύνηβος
συνηγορέω
συνηγορία
συνηγορικός
συνήγορος
συνήδομαι
συνηδύνω
συνήθεια
συνήθης
συνήκω
συνῆλιξ
συνηλυσίη
View word page
συνηγορέω
συνηγορέω fut. ήσω συνήγορος to be an advocate, σ. τινί to be his advocate, plead his cause, Ar., Aeschin.; also σ. ὑπέρ τινος Dem.; περί τινος Arist. σ. τῷ κατηγόρῳ to second the accuser, Soph.

ShortDef

to be an advocate

Debugging

Headword:
συνηγορέω
Headword (normalized):
συνηγορέω
Headword (normalized/stripped):
συνηγορεω
IDX:
31500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31535
Key:
sunhgore/w

Data

{'content': 'συνηγορέω\n fut. ήσω\n συνήγορος\n to be an advocate, σ. τινί to be his advocate, plead his cause, Ar., Aeschin.; also σ. ὑπέρ τινος Dem.; περί τινος Arist.\n σ. τῷ κατηγόρῳ to second the accuser, Soph.', 'key': 'sunhgore/w'}