Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνεφεδρεύω
συνεφέλκω
συνεφέπομαι
συνέφηβος
συνεφίστημι
συνέχεια
συνεχής
συνεχθαίρω
συνέχω
συνηβολέω
σύνηβος
συνηγορέω
συνηγορία
συνηγορικός
συνήγορος
συνήδομαι
συνηδύνω
συνήθεια
συνήθης
συνήκω
συνῆλιξ
View word page
σύνηβος
σύνηβος σύν-ηβος, ὁ, ἡ, ἥβη a young friend, Eur.
ShortDef
a young friend
Debugging
Headword:
σύνηβος
Headword (normalized):
σύνηβος
Headword (normalized/stripped):
συνηβος
IDX:
31499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31534
Key:
su/nhbos
Data
{'content': 'σύνηβος\n σύν-ηβος, ὁ, ἡ,\n ἥβη\n a young friend, Eur.', 'key': 'su/nhbos'}