Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σύνευνος
συνευπάσχω
συνευπορέω
συνευτυχέω
συνεύχομαι
συνευωχέομαι
συνεφάπτομαι
συνεφεδρεύω
συνεφέλκω
συνεφέπομαι
συνέφηβος
συνεφίστημι
συνέχεια
συνεχής
συνεχθαίρω
συνέχω
συνηβολέω
σύνηβος
συνηγορέω
συνηγορία
συνηγορικός
View word page
συνέφηβος
συνέφηβος συν-έφηβος, ὁ, at the age of youth together, a young comrade, Aeschin.

ShortDef

at the age of youth together, a young comrade

Debugging

Headword:
συνέφηβος
Headword (normalized):
συνέφηβος
Headword (normalized/stripped):
συνεφηβος
IDX:
31492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31527
Key:
sune/fhbos

Data

{'content': 'συνέφηβος\n συν-έφηβος, ὁ,\n at the age of youth together, a young comrade, Aeschin.', 'key': 'sune/fhbos'}