Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνευνέτις
σύνευνος
συνευπάσχω
συνευπορέω
συνευτυχέω
συνεύχομαι
συνευωχέομαι
συνεφάπτομαι
συνεφεδρεύω
συνεφέλκω
συνεφέπομαι
συνέφηβος
συνεφίστημι
συνέχεια
συνεχής
συνεχθαίρω
συνέχω
συνηβολέω
σύνηβος
συνηγορέω
συνηγορία
View word page
συνεφέπομαι
συνεφέπομαι aor2 -εφεσπόμην Ionic -επεσπόμην Dep.:— to follow together, Hdt.; τινι with one, Xen.

ShortDef

to follow together

Debugging

Headword:
συνεφέπομαι
Headword (normalized):
συνεφέπομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεφεπομαι
IDX:
31491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31526
Key:
sunefe/pomai

Data

{'content': 'συνεφέπομαι\n aor2 -εφεσπόμην\n Ionic -επεσπόμην\n Dep.:— to follow together, Hdt.; τινι with one, Xen.', 'key': 'sunefe/pomai'}