Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνευνέτης
συνευνέτις
σύνευνος
συνευπάσχω
συνευπορέω
συνευτυχέω
συνεύχομαι
συνευωχέομαι
συνεφάπτομαι
συνεφεδρεύω
συνεφέλκω
συνεφέπομαι
συνέφηβος
συνεφίστημι
συνέχεια
συνεχής
συνεχθαίρω
συνέχω
συνηβολέω
σύνηβος
συνηγορέω
View word page
συνεφέλκω
συνεφέλκω aor1 -είλκυσα cf. ἕλκω to draw after or along with one together, Plat.
ShortDef
to draw after
Debugging
Headword:
συνεφέλκω
Headword (normalized):
συνεφέλκω
Headword (normalized/stripped):
συνεφελκω
IDX:
31490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31525
Key:
sunefe/lkw
Data
{'content': 'συνεφέλκω\n aor1 -είλκυσα\n cf. ἕλκω\n to draw after or along with one together, Plat.', 'key': 'sunefe/lkw'}