Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνευνάζομαι
συνευνάομαι
συνευνέτης
συνευνέτις
σύνευνος
συνευπάσχω
συνευπορέω
συνευτυχέω
συνεύχομαι
συνευωχέομαι
συνεφάπτομαι
συνεφεδρεύω
συνεφέλκω
συνεφέπομαι
συνέφηβος
συνεφίστημι
συνέχεια
συνεχής
συνεχθαίρω
συνέχω
συνηβολέω
View word page
συνεφάπτομαι
συνεφάπτομαι Ionic συνεπ fut. -άψομαι Dep.: c. gen. rei, to take part in, ἔργου Pind.; τοὺς συνεφαπτομένους those who take part in [the war], Aeschin. c. gen. pers. to join one in attacking, Hdt.

ShortDef

to take part in

Debugging

Headword:
συνεφάπτομαι
Headword (normalized):
συνεφάπτομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεφαπτομαι
IDX:
31488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31523
Key:
sunefa/ptomai

Data

{'content': 'συνεφάπτομαι\n Ionic συνεπ\n fut. -άψομαι\n Dep.:\n c. gen. rei, to take part in, ἔργου Pind.; τοὺς συνεφαπτομένους those who take part in [the war], Aeschin.\n c. gen. pers. to join one in attacking, Hdt.', 'key': 'sunefa/ptomai'}