Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντήεις
ἀντήλιος
ἄντην
ἀντήνωρ
ἀντηρέτης
ἀντήρης
ἀντηρίς
ἄντηστις
ἀντηχέω
ἀντιάζω
ἀντιάνειρα
ἀντιάω
ἀντιβαίνω
ἀντιβάλλω
ἀντίβασις
ἀντιβατικός
ἀντιβιάζομαι
ἀντιβίην
ἀντίβιος
ἀντιβλεπτέος
ἀντιβλέπω
View word page
ἀντιάνειρα
ἀντιάνειρα ἀντί, ἀνήρ fem. adj. a match for men, of the Amazons, Il. στάσις ἀντιάνειρα faction wherein man is set against man, Pind.

ShortDef

a match for men

Debugging

Headword:
ἀντιάνειρα
Headword (normalized):
ἀντιάνειρα
Headword (normalized/stripped):
αντιανειρα
IDX:
3147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3148
Key:
a)ntia/neira

Data

{'content': 'ἀντιάνειρα\n ἀντί, ἀνήρ\n fem. adj. a match for men, of the Amazons, Il.\n στάσις ἀντιάνειρα faction wherein man is set against man, Pind.', 'key': 'a)ntia/neira'}