Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνεπισπάω
συνεπισπεύδω
συνεπίσταμαι
συνεπιστατέω
συνεπιστέλλω
συνεπιστρατεύω
συνεπιστρέφω
συνεπισχύω
συνεπιτείνω
συνεπιτελέω
συνεπιτίθημι
συνεπιτιμάω
συνεπιτρίβω
συνεπίτροπος
συνεπιφέρω
συνεπιχειρέω
συνεπιψεύδομαι
συνεπιψηφίζω
συνέπομαι
συνεπόμνυμι
συνερανίζω
View word page
συνεπιτίθημι
συνεπιτίθημι fut. -θήσω to help in putting on, Plut. Mid. to join in attacking, τινι Thuc.; ξ. τῷ ἔργῳ το fall to the work together, Thuc.

ShortDef

to help in putting on; mid. join in attacking

Debugging

Headword:
συνεπιτίθημι
Headword (normalized):
συνεπιτίθημι
Headword (normalized/stripped):
συνεπιτιθημι
IDX:
31433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31468
Key:
sunepiti/qhmi

Data

{'content': 'συνεπιτίθημι\n fut. -θήσω\n to help in putting on, Plut.\n Mid. to join in attacking, τινι Thuc.; ξ. τῷ ἔργῳ το fall to the work together, Thuc.', 'key': 'sunepiti/qhmi'}